τελεσιγραφικός

τελεσιγραφικός
-ή, -ό
αυτός που διατυπώνεται με τελεσίγραφο (βλ. λ.): Τελεσιγραφική διπλωματική διακοίνωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τελεσιγραφικός — ή, ό, Ν διατυπωμένος με ύφος και συντομία τελεσιγράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελεσίγραφο. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”